υπερύψωση

υπερύψωση
η / ὑπερύψωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [ὑπερυψῶ]
1. υπερβολική ανύψωση
2. ύψωση μεγαλύτερη ή πάνω από κάτι
3. μτφ. υπερβολικός έπαινος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… …   Dictionary of Greek

  • μέγαρο — Τύπος κατοικίας της αρχαιότητας με ορθογώνια ως επί το πλείστον κάτοψη, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία κ.α. Η λέξη είναι ομηρική, αν και μεγαροειδείς κατοικίες υπάρχουν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Θεσσαλία (Σέσκλο,… …   Dictionary of Greek

  • τέμπλο — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται στις ορθόδοξες χριστιανικές εκκλησίες ένα ξύλινο ή μαρμάρινο διάφραγμα, συνήθως γλυπτό και επίχρυσο, που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό. Στο τ. είναι αναρτημένες μεγάλες εικόνες του Χριστού, της Παναγίας… …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Μιλίτσια, Φραντσέσκο — (Francesco Milizia, Όρια, Μπρίντιζι 1725 – Ρώμη 1798). Ιταλός κριτικός τέχνης και αρχιτέκτονας. Μεγάλωσε στην Πάντοβα, αλλά έζησε σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή του στη Ρώμη. Αν και η σκέψη του δεν ήταν εντελώς πρωτότυπη, οι μελέτες του επάνω στα… …   Dictionary of Greek

  • Πόρτα-Παναγιά — Βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας, 20 χλμ. περίπου ΝΔ των Τρικάλων, κοντά στο χωριό Πύλη, στη δεξιά όχθη του χειμάρρου Πορταϊκού, ανάμεσα στα λίγα σπίτια του παλιού οικισμού Πόρτα, που καταστράφηκε το 1822. Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”